Χαράματα φορτώθηκα τον σάκο και ξεκίνησα το ταξίδι για την Αθήνα.
Ανοίγοντας την εξώπορτα μια άσχημη ψυχρά με βάρεσε στο μέτωπο, αυτή της μελαγχολικής μετάβασης από την ζωηράδα στη μουδιασμένη απραξία. Δύσκολοι οι αποχωρισμοί. Ο σάκος περασμένος λοξά βάραινε τον δεξί μου ώμο μα ήταν ελαφρύτερος από τη διάθεσή μου. Περπάτησα στο λιμάνι δίπλα στη θάλασσα που άχνιζε σαν το καλλίγραμμο κορμί σου. Όπου υπάρχει ατμός, η εικόνα αποκτά μια μεταφυσική προέκταση υπενθυμίζοντας την σύνδεση του ορατού με το αόρατο. Ο ατμός φανερώνει την φύση και την ιδιότητα της να μετασχηματίζεται συνεχώς. Να κινείται και να αλλάζει. Δυο νεαροί περπατούσαν μπροστά από εμένα και όταν τους έφτασα επιβράδυνα τον ρυθμό του βηματισμού μου. Ήθελα να μπούμε μαζί στο πλοίο, ασυναίσθητα ήθελα να μοιραστώ μαζί τους την αμετάκλητη είσοδο στο μέσο της επιστροφής. Καλημέρισα το πλήρωμα, ανέβηκα τις σκάλες και κάθισα στα αεροπορικά του δεύτερου ορόφου. Η ησυχία του άδειου χώρου μου άρεσε πολύ, ήθελα να κατεβάσω τους διακόπτες μου και να αποξεχαστώ σε έναν ύπνο χωρίς σκέψεις. Λίγο πριν σαλπάρουμε βγήκα στο κατάστρωμα για να σε δω. Το πρόσωπο σου σχηματίστηκε νοερά εμπρός μου και τότε κοίταξα προς την κατεύθυνση του σπιτιού σου. Σε είδα μέσα στο όμορφο καμαράκι, ξαπλωμένη στα λευκά σκεπάσματα σαν μυρωδάτο άνθος αμυγδαλιάς. Σε φίλησα απαλά και ένιωσα οτι δεν κοιμάσαι. Ένιωθα τη ζεστασιά της αγάπης μας και την αντίθεση που δημιουργούσε η ψυχρή πρωινή αύρα στο κατάστρωμα της πρύμνης. Σήκωσα το βλέμμα μου προς τον σκοτεινό ουρανό και είδα τον Αυγερινό να στέκει στην κορφή της Μουντουλιάς το βουνό των παιδικών σου αναμνήσεων. Το πλοίο άρχισε να τρέμει και σύντομα είδα στα αριστερά το φάρο του Φαναριού να ανάβει κάθε επτά και δύο δευτερόλεπτα. Θυμήθηκα ένα τραγούδι που παρομοίαζε την αγαπημένη του με φάρο και την αγάπη τους με βάλσαμο. Σιγά σιγά τα φώτα του νησιού άρχισαν να τρεμοπαίζουν, λες και συντονιζόντουσαν με το τρέμουλο του πλοίου. Τα αφρισμένα νερά ανέδιδαν ιώδιο και όριζαν την κατεύθυνση μας. Πότε ήρθα, πότε έφυγα. Σ' αγαπώ.


κείμενο / Δημήτρης Γιαννακός
φωτογραφία / Χρύσα Δεληγιάννη