Όταν έμαθα πως το σώμα μου δεν θα με αντέξει άλλο, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν να επιστρέψω εδώ, έστω για λίγο. Η σχέση μου με το νησί μέσα στα χρόνια είχε μεγαλώσει. Παιδάκι, έφηβη, παντρεμένη, με το πρώτο μου παιδί, χωρισμένη.
Με είχε συναντήσει σε τόσα στάδια που του χρωστούσα και ένα τελευταίο: Άρρωστη.
Δεν ήταν μόνο ένα νησί, ήμουνα εγώ στα χρόνια.
Το καράβι ήταν μια φορά την εβδομάδα πια, κυρίως για εμπορικές συναλλαγές. ‘Έπρεπε να βρω έναν τρόπο να έρθω. Οι ψηφιακές μου επαφές με το νησί ήταν ακόμη ενεργές. Η καταγωγή μου με βοηθούσε. Έκανα αίτημα και μόλις το σύστημα το δέχτηκε, με ταυτοποίησαν και ήρθα. Από ό,τι έμαθα είμαι ο τελευταίος άνθρωπος που πάτησε σε αυτό το νησί, χωρίς να έχει σύμβαση εργασίας. Μετά από εμένα, όποιος υπήρχε εδώ πάνω εργαζόταν για λογαριασμό της ομοσπονδίας. Με έναν τρόπο, είμαι ο τελευταίος τουρίστας του νησιού. Πόσα έχουν αλλάξει; Τα τοξικά απόβλητα από τη μια, τα μεταλλαγμένα σαρκοφάγα ψάρια από την άλλη, έχουν αναγκάσει ό,τι παραθαλάσσιο να είναι σε κόκκινη ζώνη ακόμα. Η ζέστη παραμένει ανυπόφορη. Λιώνει ξανά και ξανά τις μαυρισμένες από την πίσσα πέτρες και μια βόλτα στην θάλασσα είναι μαρτύριο. Σε πολλά μέρη του νησιού, η στολή προστασίας είναι απαραίτητη. Έγινε και πάλι η Χώρα του νησιού, το κέντρο. ‘Όπως κρυβόντουσαν από τους πειρατές τώρα κρυβόμαστε από τα απόβλητα και τους ρύπους. Λίγοι κάτοικοι μονάχα σε αυτόν το οικισμό έχουν απομείνει και λίγοι εργάτες.Καταλύματα και εστιατόρια κλειστά εδώ και δεκαετίες από την εποχή των ιών. Μονάχα κτηνοτροφικές μονάδες βλέπεις και πάρκα παραγωγής ενέργειας κατά μήκος του νησιού.

Η διαμονή μου δεν είναι εύκολη αλλά είμαι συγκινημένη που είμαι εδώ. Σήμερα το πρωί ο βήχας μου άργησε να υποχωρήσει. Οι κάψουλες οξυγόνου μου έχουν τελειώσει. Φόρεσα την φόρμα προστασίας και ξεκίνησα για τον μονοπάτι που διασχίζει την κορυφογραμμή του νησιού, λίγο να αναπνεύσω ελεύθερα. Ξέρω πως δεν έχω άδεια για κάτι τέτοιο αλλά δεν έχω φόβο πια. Οι δυνάμεις ελέγχου στο νησί παραμένουν λιγοστές. Μετά το πρώτο ύψωμα άρχισα να κουράζομαι. Το βάρος της στολής δεν με βοηθούσε. Έκανα μια στάση και άρχισα να την αφαιρώ. Ο αέρας στα αυτιά μου ήχησε σαν άλλοτε. Οι ήχοι των εργοστασίων έσβηναν σιγά- σιγά και έμενε αυτή η βοή του ανέμου που κάποτε με ζάλιζε, μα τώρα με ξυπνάει. Το οξυγόνο με δροσίζει και με ζαλίζει. Κάθομαι τώρα στο εκκλησάκι του Αϊ Γιώργη και γράφω. Με ένα χαρτί και ένα στυλό, όπως παλιά. Κοιτώ τα βουνά, τους γκρεμούς, την ομορφιά του τοπίου, που όσο και να την αλλοιώσαμε παραμένει τόσο δυνατή και έντονη. Νιώθω σαν μετά από γλέντι ξέφρενο κοιτώντας γύρω μου. Χαμός. Η Γη όμως, τι οικοδέσποινα! θα τα φροντίσει όλα. Σήμερα λέω να κοιμηθώ εδώ. Δίπλα σε έναν κέδρο. Να κάτσω στην αγκαλιά του και να τον αφήσω να μου αφηγηθεί όσα αιώνια έχει ζήσει. Θα τον ρωτήσω να μου πει τα ανείπωτα.


*απόσπασμα από το έργο Εγώ νησί, στα χρόνια
κείμενο: Γιάννης Σιούτης


When I found out that my body won’t last for long, the first thing I thought about was coming here, at least for a while. My bond to the island had grown through the years. It had seen me as a child, as a teenager, a married woman, with my first child, divorced; it had seen me through all these stages of my life, so now it was only fair that it saw me as I am now: a sick woman. It wasn’t just an island, it was me through the years...There was a boat only once a week now, mainly for goods trading, so I had to find a way to come. My digital connections to the island were still active, my origins also helped so I applied. Once the system approved my application, I was identified and came. I was told that I was the last person to step on the island without a job contract. After I came all the people who were on the island worked for the Federation. In a way I am the last tourist. How much has changed? Due to toxic waste on the one hand, mutant carnivorous fish on the other all seaside areas remain red-zoned. The heat is unbearable, it melts the stones, blackened by tar and a walk on the seaside is agony. In many areas protective equipment is indispensable. The Chora has become once more the centre of the island. Just as people used it to hide from the pirates, now we use it to hide from waste and pollutants. Just a few residents remain in the village and some workers. Hotels and restaurants have been closed for decades, since the era of the viruses. Only livestock units remain on the island and of course energy parks all over.

My stay has not been easy, but I am moved to be here. This morning my cough was persistent, and I ran out of oxygen capsules. I put on my protective gear and set off for the path that crosses the island on the mountain tops to breathe freely for a while. I know I don’t have permission to do this but I am not afraid any more. The control forces remain scarce. After reaching the first slope I got tired, the heavy gear wasn’t helping. So I stopped and started taking it off. I heard the wind in my ears like I used to. The noise of the factories was fading out and only the roar of the wind remained, which used to make me dizzy, only now it wakes me up. The oxygen refreshes and dazes me. Now I sit at St. George’s chapel and I write with a pen and a paper, like the old days. I look at the mountains, the cliffs, the beauty of the landscape, which remains so strong and intense, no matter how much we spoiled it. Looking around me I feel as if I’ve just been to a great feast. Havoc. Yet the earth – what a hostess! – will take care of everything. I think I’ll sleep here tonight, next to the ceddar, curl in its bosom and let him tell me stories from the centuries. I’ll ask him to tell me all the things that cannot be said.

from the play I(s)land throught the years
text: Iannis Sioutis
Translation: Anna Markentoudi